- μπαμπού
- Κοινή ονομασία πολυάριθμων ειδών της οικογένειας των αγρωστωδών, τα οποία κατάγονται από τις τροπικές – παρατροπικές χώρες, κυρίως από την ανατολική Ασία, και έχουν αξιόλογες διαστάσεις και αποξυλωμένους καλάμους (βλαστούς). Τα περισσότερο διαδομένα γένη είναι: βαμβούσα αρουνδιναρία, φυλλοστάχυς, δενδροκάλαμος, μελοκάννα, μεροστάχυς και κεφαλοστάχυς. Η βαμβούσα η αρουνδινοειδής καλλιεργείται πιο συχνά από τα άλλα για καλλωπιστικούς σκοπούς. Σχηματίζει πυκνές συστάδες, που μπορούν να φτάσουν ακόμα και τα 20-25 μ. ύψος, ενώ τα καλάμια αποκτούν, στις χώρες καταγωγής, διάμετρο 10-20 εκ. Τα καλάμια αυτά είναι όρθια, ίσια, ξυλώδη, σκληρά, και χρησιμοποιούνται σε διάφορους τομείς χειροτεχνίας: από την κατασκευή μικρών σωλήνων και δοχείων έως την κατασκευή επίπλων, εργαλείων, χειρολαβών για ομπρέλες και βεντάλιες. Οι νεαροί βλαστοί ορισμένων ποικιλιών του μ. είναι βρώσιμοι. Μερικά είδη του γένους δενδροκάλαμος φτάνουν σε ύψος τα 30 μ.
Μερικά είδη του φυτού μπαμπού φτάνουν σε ύψος 20-25 μ. και διάμετρο 10-20 εκ.
* * *τοάκλ.1. φυτό τών τροπικών χωρών που ανήκει στο γένος Bambusa, με ισχυρό ξυλώδες στέλεχος ποικίλου ύψους, έως και 40 μέτρων, και τού οποίου διάφορα μέρη χρησιμοποιούνται στην επιπλοποιία, την οικοδομική, την υφαντική και τη φαρμακευτική, καθώς και ως φαγώσιμα2. έπιπλο ή αντικείμενο που είναι φτειαγμένο από τέτοιο ξύλο («αγόρασα ένα σαλόνι μπαμπού για την βεράντα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλαισιανό bambu, μέσω τής Πορτογαλικής (πρβλ. αγγλ. bamboo, γαλλ. bambou)].
Dictionary of Greek. 2013.